Εφαρμογή του

arquer στα ελληνικά
arquer
λέγεται
αρκέ
.
arquer
σημαίνει στα ελληνικά
καμπυλώνω / arqué στραβός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- arqué : κυρτός,καμπύλος
- grain arqué : κυρτωμένος κόκκος
- aqueduc voute / ponceau arque : θολωτό άνοιγμα / μικρή θολωτή γέφυρα
- orge à épis arqués : κριθάρι με κυρτωμένα στάχυα / μεταλλαγή δίστοιχου κριθαριού
- tissu duite arquée : ξεχειλωμένο ύφασμα
- guide-chaîne arqué : οδηγός αλυσοτρυπάνου
- barre élargisseuse arquée : κυρτή ράβδος τεντώματος
- éléments squelettiques arqués : τοξοειδή στοιχεία
- crête arquée du cartilage aryténoïde : τοξοειδής ακρολοφία
- rouleau élargisseur arqué avec revêtement élastique : κυρτός κύλινδρος τεντώματος με ελαστική επένδυση
Subscribe
0 Comments