Εφαρμογή του

arrêter στα ελληνικά
arrêter
λέγεται
αρετέ
.
arrêter
σημαίνει στα ελληνικά
σταματώ / συλλαμβάνω / κόβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- arrêt / arrêter : θέση εκτός λειτουργίας / θέτω εκτός λειτουργίας
- arrêter : συλλαμβάνω
- bugrane / arrête-boeuf : ονωνίς η ακανθώδης
- ordre / arrêté : εντολή/ένταλμα
- arrêté / décret : διάταγμα
- APRF / arrêté de reconduite à la frontière : N/A (FR > EL)
- crête / arrête : κορφιάς
- abandonner / faire avorter : αποβάλλω
- arrêté royal / décret royal : βασιλικό διάταγμα
- DO / dépenses obligatoires : YE / υποχρεωτικά έξοδα
Subscribe
0 Comments