Εφαρμογή του

articulation στα ελληνικά
articulation
λέγεται
αρτικυλασιόν
.
articulation
σημαίνει στα ελληνικά
άρθρωση / κλείδωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- articulation : άρθρωση
- articulation / tête de joint articulée : άρθρωση / κεφαλή άρθρωσης
- articulation : άρθρωσις / διάρθρωσις
- articulation : συμβολή / διακλάδωσις
- articulation : συνάρθρωσις / συνδέσμωσις
- articulation / joint articulé : αρθρωτή σύνδεση
- axe / articulation : άρθρωση
- articulations : αρθρώσεις
- genou / rotule : σφαιρική άρθρωση / άρθρωση με σφαιρικό σύνδεσμο
Subscribe
0 Comments