Εφαρμογή του

ascenseur στα ελληνικά
ascenseur
λέγεται
ασανσέρ
.
ascenseur
σημαίνει στα ελληνικά
ανελκυστήρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ascenseur : Πηδάλιο ανόδου-καθόδου
- ascenseur : ανελκυστήρας
- ascenseur / élévateur : αναβατόριο / ανελκυστήρας
- ascenseur / monte-charge : ανελκυστήρας
- gaine / cage d'ascenseur : πηγάδι ανελκυστήρα / φρεάτιο ανελκυστήρα
- skip / ascenseur sur plan incliné : αναβατόριο κεκλιμένου επιπέδου / ανελκυστήρας κεκλιμένου επιπέδου
- prochain départ / prochaine cabine : επόμενος θάλαμος / επόμενος ανελκυστήρας
- ascenseur à vis / monte-charge à vis : αναβατόριο με κοχλία / ανελκυστήρας με κοχλία
- ascenseur à vis : ανελκυστήρας με κοχλία
- ascenseur modèle / ascenseur normalisé : ανελκυστήρας τυποποιημένης κατασκευής
Subscribe
0 Comments