Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

ascenseur στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
ascenseur
λέγεται
ασανσέρ
.
ascenseur
σημαίνει στα ελληνικά
ανελκυστήρας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • ascenseur : Πηδάλιο ανόδου-καθόδου
  • ascenseur : ανελκυστήρας
  • ascenseur / élévateur : αναβατόριο / ανελκυστήρας
  • ascenseur / monte-charge : ανελκυστήρας
  • gaine / cage d'ascenseur : πηγάδι ανελκυστήρα / φρεάτιο ανελκυστήρα
  • skip / ascenseur sur plan incliné : αναβατόριο κεκλιμένου επιπέδου / ανελκυστήρας κεκλιμένου επιπέδου
  • prochain départ / prochaine cabine : επόμενος θάλαμος / επόμενος ανελκυστήρας
  • ascenseur à vis / monte-charge à vis : αναβατόριο με κοχλία / ανελκυστήρας με κοχλία
  • ascenseur à vis : ανελκυστήρας με κοχλία
  • ascenseur modèle / ascenseur normalisé : ανελκυστήρας τυποποιημένης κατασκευής

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments