Εφαρμογή του

aspersion στα ελληνικά
aspersion
λέγεται
ασπερσιόν
.
aspersion
σημαίνει στα ελληνικά
ράντισμα / αγιασμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- aspersion : καθαριότητα με ψεκασμό
- giclage / aspersion : επικάλυψη με ψεκασμό
- aspersion / arrosage en pluie : άρδευση δια καταιονήσεως / άρδευση δια τεχνητής βροχής
- aspersion : ψεκασμός / ράντισμα με φάρμακο
- flow coating / émaillage par aspersion : χρωματισμός με ροή του χρώματος
- pulvérisation / arrosage par aspersion : εκτίναξη/ανάβλυση
- EAS / circuit d'aspersion : σύστημα ψεκασμού του προστατευτικού περιβλήματος
- pompe d'aspersion : αντλία ραντισμού
- aspersion antigel : καταιόνησις προστασίας εκ παγετού
- aspersion directe : άμεση άρδευση με καταιονισμό / άμεση άρδευση με τεχνητή βροχή
Subscribe
0 Comments