Εφαρμογή του

assimiler στα ελληνικά
assimiler
λέγεται
ασιμιλέ
.
assimiler
σημαίνει στα ελληνικά
αφομοιώνω / εξομοιώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- comparer / rapprocher : προσομοιάζω, παρομοιάζω
- déchet / résidu de consommation : καταναλωτικά απορρίμματα
- FIATA / Fédération internationale des associations de transitaires et assimilés : FIATA / Διεθνής Ομοσπονδία Οργανώσεων των Παραγγελιοδόχων Διαμετακόμισης και των Εξομοιούμενων με αυτούς
- fonctionnaire / fonctionnaire ou assimilé : επίσημος / δημόσιος υπάλληλος
- produit assimilé : εξομοιωμένο προϊόν
- produit assimilé : εξομοιούμενο προϊόν
- période assimilée : εξομοιούμενη περίοδος
- catégorie assimilée : εξομοιούμενη κατηγορία
- médecin ou assimilé : ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό
Subscribe
0 Comments