Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

assistant στα ελληνικά
assistant
λέγεται
ασιστάν
.
assistant
σημαίνει στα ελληνικά
βοηθός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- AST / assistant : AST / βοηθός υπάλληλος
- Assistant : Bοηθός διοικήσεως
- assistant : βοηθός διοικήσεως
- assister / accorder assistance : συνδράμω / παρέχω βοήθεια
- PDA / organiseur : υπολογιστής τσέπης / υπολογιστής παλάμης
- recorder / chef assistant du son : χειριστής συσκευών ηχοληψίας
- perchman / assistant du son : χειριστής μικροφωνικών συσκευών
- PAO / éditique : ηλεκτρονικές εκδόσεις / εκτύπωση με τη βοήθεια υπολογιστή
- PAO / éditique : ηλεκτρονική έκδοση / εκδόσεις με τη βοήθεια υπολογιστή
- servofrein / servo-frein : σερβόφρενο
Subscribe
0 Comments


