Εφαρμογή του

asthme στα ελληνικά
asthme
λέγεται
ασμ
.
asthme
σημαίνει στα ελληνικά
άσθμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- asthme : άσθμα
- asthme pur : καθαρό άσθμα
- asthme sec : ξηρό άσθμα
- asthme aigu : οξύ άσθμα
- asthme nasal : ρινικό άσθμα
- asthme franc / asthme allergique : τοξικό άσθμα / άσθμα οφειλόμενο σε εξωγενείς παράγοντες
- asthme humide : άσθμα με άφθονη απόχρεμψη
- asthme tardif : όψιμον άσθμα
- asthme utérin : μητριαίο άσθμα
- asthme nerveux : ιδιοπαθές άσθμα
Subscribe
0 Comments