Εφαρμογή του

attacher στα ελληνικά
attacher
λέγεται
ατασέ
.
attacher
σημαίνει στα ελληνικά
δένω / δίνω / συνδέω / κολλάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- attacher / connecter : προσαρτώ
- lier / fixer : δένω / προσδένω
- attache / branche : ράμπα / κεκλιμένη πρόσβαση
- attaches : συγκρατητήρας
- attelage / boule d'attelage : ζεύξις / σύνδεση
- SG.D.1 / Attachés de presse et relations avec les médias : Υπεύθυνοι Τύπου και σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης / SG.D.1
- attache : δέσιμο
- guide / ancrage : οδηγός / πέλμα οδήγησης
- attache / crochet : δεσμός
- attache / broche d'attelage : πείρος έλξης / πείρος σύνδεσης
Subscribe
0 Comments