Εφαρμογή του

auditeur στα ελληνικά
auditeur
λέγεται
οντιτέρ
.
auditeur
σημαίνει στα ελληνικά
ακροατής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- auditeur : δημοσιονομικός ελεγκτής
- auditeur : ελεγκτής
- auditeur / contrôleur : ελεγκτής
- auditeur : ακροατής
- auditeurs / enquêteurs : προσωπικό διακριβώσεων
- AELE / indice d'effet local pour l'auditeur : LSTR / βαθμός πλάγιου τόνου ακροατή
- auditeur légal / contrôleur légal : νόμιμος ελεγκτής
- auditeur-adjoint : κατώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής
- auditeur externe : εξωτερικός ελεγκτής
Subscribe
0 Comments