Εφαρμογή του

avantageux στα ελληνικά
avantageux
λέγεται
αβανταζέ
.
avantageux
σημαίνει στα ελληνικά
συμφερτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- indemnité de départ exceptionnelle : χρυσή χειραψία / χρυσό αλεξίπτωτο
- aide sous forme de tarif avantageux : ενίσχυση υπό μορφή μειωμένης τιμής
- offre économiquement la plus avantageuse : πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά / οικονομικά συμφερότερη προσφορά
- lever des ressources à des conditions avantageuses / se procurer des ressources à des conditions avantageuses : αντλώ πόρους υπό συμφέροντες όρους / αντλώ πόρους με καλή σχέση κόστους-απόδοσης
- acquérir des valeurs mobilières à des conditions avantageuses : απόκτηση μετοχών με ευνοϊκούς όρους
- faire bénéficier le licencié des conditions avantageuses de licence : παρέχω στον δικαιοδόχο ευνοϊκούς όρους παροχής της άδειας εκμετάλλευσης
- il est souvent avantageux d'appliquer successivement les deux réactifs : συχνά είναι προτιμώτερη η διαδοχική χάραξη με χρήση των δύο αντιδραστηρίων
Subscribe
0 Comments