Εφαρμογή του

avenant στα ελληνικά
avenant
λέγεται
αβνάν
.
avenant
σημαίνει στα ελληνικά
πρόσχαρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- avenant : τροποποιήσεις
- avenant / avenant à un contrat : επισυμφωνητικό / τροποποιητική πράξη μιας σύμβασης
- avenant : πρόσθετο σύμφωνο
- avenant : πρόσθετη πράξη
- AS / annexe de sécurité : ΕΘΑ / έγγραφο θεμάτων ασφαλείας
- lettre d'envoi / lettre d'accompagnement : συνοδευτική επιστολή
- avenants de CCA : προσθήκες των ΚΠΣ
- avenant de police : συνοδευτικό σημείωμα
- avenant catégoriel / avenant de catégorie : τροποποίηση που επεκτείνει και προσαρμόζει μια συλλογική σύμβαση εργασίας σε μια ορισμένη κατηγορία εργαζομένων
- avenant à une police : επασφαλιστήριο
Subscribe
0 Comments