Εφαρμογή του

avidité στα ελληνικά
avidité
λέγεται
αβιντιτέ
.
avidité
σημαίνει στα ελληνικά
απληστία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- avidité : ισχύς δεσμού αντιγόνου-αντισώματος
- avidité : απληστία / πλεονεξία
- avidité pour le calcium : έλλειψη ασβεστίου
Subscribe
0 Comments