Εφαρμογή του

avouer στα ελληνικά
avouer
λέγεται
αβουέ
.
avouer
σημαίνει στα ελληνικά
ομολογώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- avoué : δικηγόρος (avoué)
- besoin d'avouer : ηθική υποχρέωσις ομολογίας
- ministère d'avoué : παράσταση avoué
- constitution d'avoué : εντολή δικαστικής εκπροσώπησης σε δικηγόρο
- Caisse nationale de prévoyance et d'assistance des avocats et avoués : Εθνικό Γραφείο Προνοίας και Αρωγής των Δικολάβων και Δικηγόρων
Subscribe
0 Comments