Εφαρμογή του

azote στα ελληνικά
azote
λέγεται
αζότ
.
azote
σημαίνει στα ελληνικά
άζωτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- azote / MUL : άζωτο
- hémioxyde d'azote / E942 : N2O / E942
- azoté : αζωτούχος
- ABVT / azote basique volatil total : ολικό πτητικό άζωτο / ΟΠΒΑ
- NOCl / oxychlorure d'azote : ΝΟCl / χλωριούχο νιτροσύλιο
- NOOD / détecteur optique de l'oxyde azotique : οπτικός ανιχνευτής οξειδίου του αζώτου
- N2O5 / pentoxyde d'azote : πεντοξείδιο του διαζώτου
- NOx / oxydes d'azote : οξείδια του αζώτου
Subscribe
0 Comments