Εφαρμογή του

bâche στα ελληνικά
bâche
λέγεται
μπας
.
bâche
σημαίνει στα ελληνικά
μουσαμάς
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bâche : μουσαμάς
- bâche : κάλυμμα εμπορευμάτων
- bâche / réservoir : δεξαμενή
- baquet / bâche à eau : κάδος νερού
- bac d'acide / bâche d'acide : δεξαμενή οξέος
- wagon bâché : καλυμμένο φορτηγό / σκεπασμένο φορτηγό
- camion bâché : σκεπαστό φορτηγό αυτοκίνητο
- bâche froide / couche froide : κρυοστρωμνή / ψυχροστρωμνή
- toile de saut / bâche de sauvetage : δίκτυ διάσωσης / σεντόνι διάσωσης
- bâche d'acide / réservoir d'acide : δεξαμενή αποθηκεύσεως οξέος
Subscribe
0 Comments