Εφαρμογή του

balancer στα ελληνικά
balancer
λέγεται
μπαλανσέ
.
balancer
σημαίνει στα ελληνικά
κουνώ / πετώ / καρφώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- balance / bilan de vérification : ισοζύγιο (γενικού) καθολικού / ισοζύγιο
- balance : ισορροπία / θέση ισορροπίας
- Libra / Balance : Ζυγός
- balance : ζυγός / ζυγαριά
- balance : βόλκος
- balance / filet soulevé portatif : φορητός μπέντουλας
- Comité des statistiques monétaires,financières et de balance des paiements / CSMFB : ΕΣΝΧΙ / Επιτροπή Στατιστικών σε θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών
- tensiomètre / balance tensiométrique : τασεόμετρο / τασεομετρικός ζυγός
- lit-balance : ζυγαριά κρεβατιού αρρώστου
- MBP / Manuel de la balance des paiements : Εγχειρίδιο Ισοζυγίου Πληρωμών
Subscribe
0 Comments