Εφαρμογή του

balayeur στα ελληνικά
balayeur
λέγεται
μπαλεγέρ
.
balayeur
σημαίνει στα ελληνικά
οδοκαθαριστής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- balayeur / agent d'épuration : δεσμευτής
- balayeuse / balayeuse mécanique : σκούπα
- débourreur / cylindre balayeur : κύλινδρος καθαρισμού λαναριού
- vis balayeuse : μηχανή σάρωσης με κοχλία
- balayeur laser : σαρωτής λέιζερ
- balayeur de rues : οδοκαθαριστής
- balayeur de verts / andaineur de verts : συλλεκτική μηχανή φύλλων / συλλεκτική υπέργειων φυτικών τμημάτων
- arroseuse-balayeuse : αυτοκίνητο καταβρεκτήρας-σκούπα
- spectromètre imageur / balayeur hyperspectral : φασματόμετρο εικόνισης / εικονιστικό φασματόμετρο
- balayeur multicouleurs / analyseur multicouleurs : σαρωτής πολλαπλών χρωμάτων
Subscribe
0 Comments