Εφαρμογή του

balle στα ελληνικά
balle
λέγεται
μπαλ
.
balle
σημαίνει στα ελληνικά
σφαίρα / φράγκο / μπαλάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- balle : δέμα
- balle : σφαίρα
- balle / ballot : πακ
- balle : βράκτεια φύλλα
- balle : κυρτό οπτικό εργαλείο
- bale / balle : άγανο / έλυτρο
- balle : φλοιός
- \PUX / tétrodons : τετράδοντοι
- presse / presse à balles de coton : πρέσα δεματιάσματος βαμβακιού / πιεστική μηχανή δεμάτων βάμβακος
Subscribe
0 Comments