Εφαρμογή του

ballotter στα ελληνικά
ballotter
λέγεται
μπαλοτέ
.
ballotter
σημαίνει στα ελληνικά
ταρακουνάω / αμφιταλαντεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ballotte : ραβδί εύτηκτου γυαλιού
- cataracte ballottante : τρομώδης καταρράκτης
Subscribe
0 Comments