Εφαρμογή του

baratte στα ελληνικά
baratte
λέγεται
μπαράτ
.
baratte
σημαίνει στα ελληνικά
καρδάρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- baratte : βουτυροκάδη
- baratte : καρδάρα / βουτυρομηχανή
- baratte : καρδάρα / βουτυροκάδη
- baratter : κτυπώ το γάλα προς βουτυροποίηση
- malaxeur / baratte-malaxeur : καρδάρα μάλαξης βουτύρου / καρδάρα βουτύρου-μαλάκτης
- bac-baratte : παρασκευαστήριο υλικών λείανσης
- baratte à main / baratte à manivelle : καρδάρα βουτύρου με μανιβέλα / χειροκίνητη καρδάρα βουτύρου
- baratte-malaxeur : βουτυροκάδη-ζυμωτήριο
- baratte à piston : βουτυροκάδη με έμβολο
- baratte-malaxeur : καρδάρα-μαλακτήρας
Subscribe
0 Comments