Εφαρμογή του

barber στα ελληνικά
barber
λέγεται
μπαρμπέ
.
barber
σημαίνει στα ελληνικά
μου τη σπάει
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- barbe / bavure : προεξοχή μετάλλου στην επιφάνεια χυτού αντικειμένου
- maïs / gaude : καλαμπόκι
- barbe / trichite : ινοκρύσταλλος
- barbe : γένια
- barbe : γενειάδα
- barbe : σμάρι / σμήνος
- barbe / bavure de joint : διαρροή / διαφυγή
- barbe : πλεκτό με πόντους
- barbe : θύσανος
- blaireau / pinceau à barbe : πινέλο ξυρίσματος / πινέλο για τα γένια
Subscribe
0 Comments