Εφαρμογή του

barrer στα ελληνικά
barrer
λέγεται
μπαρέ
.
barrer
σημαίνει στα ελληνικά
φράζω / κλείνω / διαγράφω / se barrer την κοπανάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- barras : θρομβωμένη ρητίνη πεύκων
- poutre / barre de découpe : Mηχανισμός αποκοπής
- barre / stampe : άγονα / ενδιαστρώσεις αγόνων
- barre / lingot : ράβδος / ράβδος χρυσού
- barré / rature : πληκτρολογώ χαρακτήρα πάνω σε χαρακτήρα
- bielle / barre de liaison : μανιβέλα ώσεως / στρόφαλος ώσεως
- barre : κιγκλίδωμα
- barré : μπαρέ
- carotte / barre ronde : Pάβδος υάλου / καρώτο υάλου
- amintot / barre franche : διάκι / οίαξ λέμβου
Subscribe
0 Comments