Εφαρμογή του

barrière στα ελληνικά
barrière
λέγεται
μπαριέρ
.
barrière
σημαίνει στα ελληνικά
καγκελόπορτα / φραγμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- barrière : φράγμα / φραγμός
- barrière : φραγμός
- barrière : εμπόδιον,φραγμός,φράγμα,μεμβράνη
- barrière : Φράγμα δυναμικού
- barrière : φραγμός,εμπόδιον
- pare-feu (Preferred) / barrière de sécurité : τείχος προστασίας
- barrières : προστατευτικό κιγκλίδωμα
- moulinet / tourniquet : στροφείο σταυροειδές / δίοδος περιστρεφόμενη
- coupe feu / barrière de feu : πυροφραγμός
Subscribe
0 Comments