Εφαρμογή του

battant στα ελληνικά
battant
λέγεται
μπατάν
.
battant
σημαίνει στα ελληνικά
γλωσσίδι / παντζούρι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- battant : ρόπτρο / γλωσσίδιο
- battant : τραπέζι
- battant : πίνακας / τραπέζι
- battant : γλωσσίδι / ρόπτρο καμπάνας
- battant : φορέας χτενιού
- battant / ouvrant : πορτόφυλλο / φύλλο πόρτας
- volet / battant : σώμα εργαλείου
- battant : βάση
- ouvrant / I)battant : παραθυρόφυλλο / πλαίσιο παραθύρου
- batte / lutinet : κόπανος / ματσόλα
Subscribe
0 Comments