Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

battre στα ελληνικά
battre
λέγεται
μπατρ
.
battre
σημαίνει στα ελληνικά
χτυπώ / δέρνω / νικώ / se battre τσακώνομαι / αγωνίζομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- battre : κρούω / εισάγω δια κρούσεως
- battre / battre des cartes : Τράνταγμα / ευθυγραμμίζω δέσμη δελτίων
- battre : ανοίγω
- batte : σανίδα
- battant : ρόπτρο / γλωσσίδιο
- battant : τραπέζι
- battant : πίνακας / τραπέζι
- battant : γλωσσίδι / ρόπτρο καμπάνας
- battant : φορέας χτενιού
- herse / couvercle à battes fixes : σταθερή πλάκα καθαρισμού
Subscribe
0 Comments


