Εφαρμογή του

bêcher στα ελληνικά
bêcher
λέγεται
μπεσέ
.
bêcher
σημαίνει στα ελληνικά
σκάβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bêcher : ανασκάπτω / σκάπτω διά λίσγου
- bécher / vase de Berlin : ποτήρι ζέσεως
- bêche / pelle : φτυάρι
- bêche : φτυάρι
- bêche : όνυχας θεμελίου
- bêche en T : σκαπάνη ή λίσγος φυτεύσεως εν είδει Τ
- tête-bêche : ανάστροφα
- tête-bêche : διπλό γραμματόσημο
- coup de fer / coup de bêche : τσαπιά
- bêche carrée / bêche équarrée : τετραγωνικό λισγάρι
Subscribe
0 Comments