Εφαρμογή του

bélier στα ελληνικά
bélier
λέγεται
μπελιέ
.
bélier
σημαίνει στα ελληνικά
κριάρι / κριός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bélier : κριάρι
- bélier : κριός
- Aries / Bélier : Κριός
- aloe / aloès : αλόη
- béliers / daubenets : φαγγριά
- antenais / agneau d'un an : αρσενικό αρνί
- lapin bélier : κουνέλι-κριάρι
- four à bélier : κάμινος με κινητή βελόνη
- coup de bélier : κρούση ύδατος
- coup de bélier : κτύπημα / σφυρηλάτηση
Subscribe
0 Comments