Εφαρμογή του

beurrer στα ελληνικά
beurrer
λέγεται
μπερέ
.
beurrer
σημαίνει στα ελληνικά
αλείφω με βούτυρο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- babeurre / lait battu : βουτυρόγαλα
- beurre : βούτυρο
- karité / arbre à beurre : βουτυρόσπερμον το πάρκειον
- demi-beurre / beurre pauvre en matière grasse : ημιβούτυρο / βούτυρο 50%
- beurre noir : χωνεμένη μαύρη κοπριά
- beurre frais : νωπό βούτυρο / φρέσκο βούτυρο
- beurre salé : αλατισμένο βούτυρο
- demi-beurre : βούτυρο από ημιαποβουτυρωμένο(ημιαποκορυφωμένο) γάλα
- beurre fondu : λειωμένο βούτυρο
Subscribe
0 Comments