Εφαρμογή του

bicyclette στα ελληνικά
bicyclette
λέγεται
μπισικλέτ
.
bicyclette
σημαίνει στα ελληνικά
ποδήλατο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vélo / bicyclette : ποδήλατο / δίτροχο ποδήλατο
- bicyclette : ποδήλατο
- meule / mobylette : μοτοποδήλατο με βοηθητικό κινητήρα / μικρής ισχός μοτοσυκλέτα με πετάλια
- bicyclette de course : αγωνιστικό ποδήλατο / ποδήλατα για ποδηλατοδρομίες
- cyclo-ergomètre / vélo d'appartement : κυκλοεργόμετρο / εργομετρικό ποδήλατο
- FEFB / Fédération européenne des fabricants de bicyclettes : ΕΕΚΠ / ένωση ευρωπαίων κατασκευαστών ποδηλάτων
- clé de bicyclette : κλειδί για ποδήλατα
- indemnité de vélo / indemnité de bicyclette : αποζημίωση για την επαγγελματική χρήση του προσωπικού ποδηλάτου
- bicyclette d'enfant : παιδικό ποδηλατάκι / δίτροχο ποδήλατο για παιδιά
- timbre de bicyclette : ελατηριωτό ημισφαιρικό κουδούνι για ποδήλατο
Subscribe
0 Comments