Εφαρμογή του

bien-être στα ελληνικά
bien-être
λέγεται
μπιανέτρ
.
bien-être
σημαίνει στα ελληνικά
ευεξία / ευμάρεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bien-être : ευεξία / ευημερία
- bien-être : ευημερία
- bien-être : άνεση / ευφορία
- cadre de vie / qualité de la vie : ποιότητα ζωής / ποιοτική ευεξία
- groupe scientifique sur la santé et le bien-être des animaux (Preferred) / AHAW : Ομάδα με θέμα την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων / Επιστημονική ομάδα για την υγεία και την ορθή μεταχείριση των ζώων
- bien-être animal / bien-être des animaux : ευζωία / καλή μεταχείριση των ζώων
- bien-être social / complément social de ressources : κοινωνική πρόνοια
- bien-être social / prévoyance sociale : κοινωνική πρόνοια' προνοιακή πολιτική
- bien-être social : κοινωνική ευημερία
- bien-être animal : ευζωία
Subscribe
0 Comments