Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

binaire στα ελληνικά
binaire
λέγεται
μπινέρ
.
binaire
σημαίνει στα ελληνικά
δυαδικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- binaire : δυαδικός
- bit / logon : σάνον / shannon
- code DCB / décimal code binaire : BCD / δυαδικά κωδικοποιημένος δεκαδικός
- bit / binon : μπιτ / δυαδικό ψηφίο
- code Gray / code binaire réfléchi : κυκλικός δυαδικός κώδικας / Ανακλαστικός δυαδικός κώδικας-κώδικας Gray
- code Gray / code gray : κώδικας Gray / Ανακλαστικός δυαδικός κώδικας-κώδικας GRAY
- circuit T / circuit émission : κύκλωμα Τ / κύκλωμα εκπομπής
- BLOB / grand objet binaire : BLOB / μεγάλο δυαδικό αντικείμενο
- bit / chiffre binaire : bit / δυφίο
- BSC / Communications synchrones binaires : δυαδική σύγχρονη επικοινωνία
Subscribe
0 Comments


