Εφαρμογή του

biscuit στα ελληνικά
biscuit
λέγεται
μπισκυί
.
biscuit
σημαίνει στα ελληνικά
μπισκότο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- biscuit : Σαμώτ,άργιλος ψημένη υπό μορφή σκόνης
- biscuit : πορσελάνη που έχει ψηθεί δύο φορές
- biscuit : μπιφτέκι
- biscuits de mer : γαλέτες
- biscuit surcuit : παραψημμένο μπισκουΐ
- biscuits de mer : γαλέττα / διπυρίτης
- casse de biscuit : θραύσματα ψημένης αργίλου
- casse en biscuit : θραύσματα μπισκουί
- boîte à biscuits : κουτί μπισκότων
- boîte à biscuits : κουτί για μπισκότα
Subscribe
0 Comments