Εφαρμογή του

blanchiment στα ελληνικά
blanchiment
λέγεται
μπλανσιμάν
.
blanchiment
σημαίνει στα ελληνικά
ξέπλυμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- blanchiment : λεύκανση
- blanchiment : άσπρισμα
- MONEYVAL / Comité d'experts sur l'évaluation des mesures de lutte contre le blanchiment des capitaux et le financement du terrorisme : MONEYVAL / Επιτροπή εμπειρογνωμόνων για την αξιολόγηση των μέτρων κατά της νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες
- éco-blanchiment : προβολή οικολογικού προσωπείου / προβολή ψευδοπράσινης ταυτότητας
- azureur / azurant optique : λευκαντική ουσία / παράγοντας οπτικής λευκάνσεως
- pré-blanchiment : προλεύκανση
Subscribe
0 Comments