Εφαρμογή του

blanchisseuse στα ελληνικά
blanchisseuse
λέγεται
μπλανσισέζ
.
blanchisseuse
σημαίνει στα ελληνικά
πλύστρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- blanchisseur : μηχανή λεύκανσης
- blanchisseur : χειριστής πλυντηρίων και στεγνωτηρίων
- pile blanchisseuse : στήλη λεύκανσης / δεξαμενή λεύκανσης
- eczéma des laveuses / dermite des ménagères : έκζεμα των πλυστρών / δερματίτιδα των οικοκυρών
- ouvrier de blanchiment / blanchisseur de produits textiles(B) : λευκαντής
- blanchisseur de capitaux : επιδιώκων τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες / μετερχόμενος τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες
Subscribe
0 Comments