Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

blanchisseuse στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
blanchisseuse
λέγεται
μπλανσισέζ
.
blanchisseuse
σημαίνει στα ελληνικά
πλύστρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • blanchisseur : μηχανή λεύκανσης
  • blanchisseur : χειριστής πλυντηρίων και στεγνωτηρίων
  • pile blanchisseuse : στήλη λεύκανσης / δεξαμενή λεύκανσης
  • eczéma des laveuses / dermite des ménagères : έκζεμα των πλυστρών / δερματίτιδα των οικοκυρών
  • ouvrier de blanchiment / blanchisseur de produits textiles(B) : λευκαντής
  • blanchisseur de capitaux : επιδιώκων τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες / μετερχόμενος τη νομιμοποίηση των εσόδων από παράνομες δραστηριότητες

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments