Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

blessure στα ελληνικά
blessure
λέγεται
μπλεσύρ
.
blessure
σημαίνει στα ελληνικά
τραύμα / πληγή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lésion / blessure : κάκωση / τραύμα (Deprecated)
- blessure : κάκωση/τραύμα
- blessure : τραύμα
- MBGP / morts et blessures graves pondérées : ΘΣΣΤ / θάνατοι και σταθμισμένοι σοβαροί τραυματισμοί
- blessure grave : σοβαρός τραυματισμός
- liège de blessure : φελλός από προσβολή
- blessure mortelle : θανάσιμος τραυματισμός
- blessure par choc : τραυματισμός από πρόσκρουση
Subscribe
0 Comments


