Εφαρμογή του

bloquer στα ελληνικά
bloquer
λέγεται
μπλοκέ
.
bloquer
σημαίνει στα ελληνικά
μπλοκάρω / δεσμεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bloquer : δεσμεύω
- bloquer / empêcher : παρεμποδίζω
- bloquer : να αποκλεισθεί
- bloquer / abloquer : μοντάρω πάνω στην τράπεζα εργασίας / στερεώνω πάνω στην τράπεζα εργασίας
- bloqué : αποκλεισμένο
- bloqué : ακινητοποιημένο
- bloqué : ασφαλισμένα / ακινητοποιημένα
- bloqué : ακινητοποιημένος
- état bloqué : κατάσταση εκτός / κατάσταση αποκοπής
- état bloqué / état bloqué dans le sens direct : κατάσταση εκτός / κατάσταση ορθής αποκοπής
Subscribe
0 Comments