Εφαρμογή του

boa στα ελληνικά
boa
λέγεται
μποά
.
boa
σημαίνει στα ελληνικά
βόας
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- boa : εύκαμπτος μεταλλικός αγωγός / εύκαμπτος μεταλλικός σωλήνας
- casaréa / boa de Round Island : καζαρέα
- signe de Boas : σημείο Boas
- boa de Maurice : βόας του Μαυρίκιου
- boa constrictor : βόας ο συσφιγκτήρας
- réactif de Boas : αντιδραστήρια Boas
- sardinelle jaune / ethmalose d'Afrique : γοπόρεγγα
- sardinelle jaune / ethmalose d'Afrique : BOA / γοπόρεγγα
- réaction de Boas : εξέταση Boas
- réaction de Boas : δοκιμασία Boas
Subscribe
0 Comments