Εφαρμογή του

bocal στα ελληνικά
bocal
λέγεται
μποκάλ
.
bocal
σημαίνει στα ελληνικά
γυάλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bocal : χονδρή φιάλη
- bocal fileté / bocal à couvercle à vis : γυάλινη φιάλη με σπειρωτό στόμιο
- bocal gradué : βαθμονομημένη φιάλη
- bocal gradué / pot trayeur en verre : γυάλινο δοχείο άλμεξης / διαφανές δοχείο αμέλγματος
- stérilisateur(B) / bocal à conserves : βάζα κονσερβών
- fruits en boîte ou en bocal : φρούτα σε κονσέρβες ή γυάλινα δοχεία
- bocal en verre pour conserves : γυάλινο βάζο κονσερβοποίησης / γυάλινο βάζο συντήρησης τροφίμων
- bocal d'étalage pour magasins : πλατύστομη φιάλη προθήκης καταστήματος
- rondelle pour bocaux à conserves : δακτύλιος πλατυστόμου κυλινδρικού δοχείου για τρόφιμα
- installation de traite avec recorder / installation de traite avec bocal gradué : εγκατάσταση αρμέγματος με βαθμονομημένα δοχεία
Subscribe
0 Comments