Εφαρμογή του

bois στα ελληνικά
bois
λέγεται
μπουά
.
bois
σημαίνει στα ελληνικά
ξύλο / δάσος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bois / ramure : ελαφόκερας / λαφοκέρατο
- Organisation internationale des bois tropicaux / OIBT : Διεθνής Οργανισμός για την τροπική ξυλεία
- bois : Ξύλο / ξύλο
- ISBL / institutions sans but lucratif : ΜΚΙ / μη κερδοσκοπικά ιδρύματα
- bois : ξύλο
- bois : δευτερεύον ξύλο
- bois : ξυλεία
- bois : δάσος
- bois : δασωμένη περιοχή
- bois : ξύλον
Subscribe
0 Comments