Εφαρμογή του

bonbon στα ελληνικά
bonbon
λέγεται
μπονμπόν
.
bonbon
σημαίνει στα ελληνικά
καραμέλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- papillote / emballage à torsion : χρυσόχαρτο / χαρτί συσκευασίας
- papillotte / papier découpé pour l'emballage des bonbons : χαρτί κομμένο σε σχήματα για τη συσκευασία καραμελών
- cioccolatino / bonbon de chocolat : σοκολατάκια / σοκολατίνια
- bonbon attrape : ζαχαρωτό-έκπληξη
- bonbon acidulé : καραμέλες
- bonbon fondant : φοντάν
- bonbon médicinal : ιατρική καραμέλα
- bonbons contre la toux : καραμέλες για το βήχα
Subscribe
0 Comments