Εφαρμογή του

bondé στα ελληνικά
bondé
λέγεται
μπονντέ
.
bondé
σημαίνει στα ελληνικά
γεμάτος φίσκα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bonde : τρύπα τροφοδοσίας βαρελιού
- bonde : διάταξη πωματισμού
- bonde : πώμα / πείρος
- bonde : πώμα / τάπα
- tire-bonde / tire-broche : εκπωματιστήρας
- bondon à vis / fermeture par bonde filetée : βιδωτό πώμα τρύπας βαρελιού / σπειρωτό πώμα οπής βαρελιού
- bonde filetée : ελικοτομημένο πώμα
- trou de bonde : οπή / στόμιο
- siège de bonde : έδρα βαλβίδας
- plaque de bonde : πλάκα πώματος
Subscribe
0 Comments