Εφαρμογή του

borgne στα ελληνικά
borgne
λέγεται
μπορνι
.
borgne
σημαίνει στα ελληνικά
μονόφθαλμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- vis borgne / vis-bouchon : φυτευτός κοχλίας
- sac borgne : φραγμένο φίλτρο
- chou-borgne : κηκιδόμυγα των σταυρανθών / κηκιδόμυϊα του κουνουπιδιού
- trou borgne / trou non débouchant : αόρατη διακένωση
- trou borgne : τυφλή οπή
- écrou borgne : κοχλιωτή στεφάνη / κολάρο με κοχλιώσεις
- rivet borgne : καρφί τυφλό
- écrou borgne / écrou à chapeau : τυφλό περικόχλιο / περικόχλιο προστασίας
- manchon borgne : τυφλό χιτώνιο / τυφλό περιαυχένιο
- alésage borgne : τυφλή διάτρηση / μη διαμπερής διάτρηση
Subscribe
0 Comments