Εφαρμογή του

bosse στα ελληνικά
bosse
λέγεται
μπος
.
bosse
σημαίνει στα ελληνικά
καμπούρα / καρούμπαλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bosse : κυρτή επιφάνεια
- bosse : ύβος / ύβωση
- bosse / enfonçure : κοίλωμα / βούλιαγμα
- bosse : τοπική διόγκωση
- bosse : έχμα / αναστολέας
- fut / bosse : βυτίο / βαρέλι
- butte / dos d'âne : ράχη διαλογής / ράμπα διαλογής
- zébu / boeuf-zébu : βόδι Ζεμπού / βόδι με καμπούρα
- jubarte / mégaptère : μεγαπτεροφάλαινα
- jubarte / mégaptère : καμπουρωτή φάλαινα
Subscribe
0 Comments