Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

botte στα ελληνικά
botte
λέγεται
μποτ
.
botte
σημαίνει στα ελληνικά
μπότα / δεματιά / ματσάκι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- botte : δεσμίδα
- botte : δεμάτι
- botte : μπότα
- botte : βάτα
- botte : δεσμίδα γιούτας
- botte : βαρέλι / βαρελιά
- botte : δέσμη δουγών / μάτσο δούγες
- botte : αγκαλίδα / δέσμη χόρτων
- botte / sabot : υνί ενταφιασμού των σπόρων
- botte / fardeau : φορτίο γερανού
Subscribe
0 Comments


