Εφαρμογή του

bouchée στα ελληνικά
bouchée
λέγεται
μπουσέ
.
bouchée
σημαίνει στα ελληνικά
μπουκιά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bouchée : μπουκιά
- hydrant / bouche à eau : υδροστόμιο / κρουνός υδροληψίας
- hydrant / bouche d'incendie : υδροστόμιο
- boucher : κρεοπώλης γενικά
- boucher : πωματίζω
- bouche / avaloir : φρεάτιο απορροής
- avaloir / bouche avaloir : χαράδρωση / σύστημα απόθεσης ιλύος
- feux / bouches : εστίες
- bouché / brumeux : ομιχλώδης
- boucher : σφράγισμα
Subscribe
0 Comments