Εφαρμογή του

boursier στα ελληνικά
boursier
λέγεται
μπουρσιέ
.
boursier
σημαίνει στα ελληνικά
υπότροφος / χρηματιστής
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- boursier : επενδυτής χρηματιστηρίου
- opérateur / agent boursier : χρηματιστής
- bourse / place boursière : χρηματιστήριο / χρηματιστήριο αξιών
- indice / indice boursier : χρηματιστηριακός δείκτης
- krach / krach boursier : κατάρρευση αγοράς / χρηματιστηριακό "κράχ"
- cours / valeur du cours : αγοραία αξία / χρηματιστηριακή αξία
- mois boursier : χρηματιστηριακός μήνας
- CATS / Système de cotation électronique des valeurs boursières : Σύστημα επιβοήθησης συναλλαγών χρηματιστηριακών τίτλων
- indice boursier / indice d'actions : δείκτης μετοχών
- titre de bourse / valeur boursière : χρηματιστηριακή αξία χρηματιστηριακός τίτλος
Subscribe
0 Comments