Εφαρμογή του

bricole στα ελληνικά
bricole
λέγεται
μπρικόλ
.
bricole
σημαίνει στα ελληνικά
ψευτοπράγματα / μπιχλιμπίδι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bricole : βρόχος / θηλειά
- bricole : προστερνίδιο
- entraves / bricole de saillie : ιπποπέδη
- designer drug / drogue de synthèse : συvθετικό vαρκωτικό / συvθετική vαρκωτική oυσία
- harnais à bricole : σαγή
- halage à la bricole : ρυμούλκηση με τα χέρια
Subscribe
0 Comments