Εφαρμογή του

brin στα ελληνικά
brin
λέγεται
μπρεν
.
brin
σημαίνει στα ελληνικά
κλωνί / λίγο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- brin : νήμα / πόκος
- bave / brin : ίνα / νήμα
- brin : κλωστή
- brin : αποκομμιωμένο μετάξι
- bout / brin : άκρια / κλωστή
- brin : κλώνος / πλεξούδα
- brin : ασωλήνωτο άκρο καλωδίου
- brin : κλώνος
- brin : φύτρον
- brin : αλυσίδα
Subscribe
0 Comments