Εφαρμογή του

brique στα ελληνικά
brique
λέγεται
μπρικ
.
brique
σημαίνει στα ελληνικά
τούβλο / εκατομμύριο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- brique / briques : Τούβλα / οπτόπλινθος
- brique : πλίνθος
- dalle / brique : υαλότουβλο / υαλόπλινθος
- brique : οπτόπλινθος
- plug / brique d'enfoncement : τούβλο βυθίσεως
- devanture / brique de logis : άνω δομή φούρνου / τοίχος φράξης ανοιγμάτων
- pièce à nez / brique à nez : μάσκα
- brique dure / brique trop cuite : υπέροπτοι σκληραί οπτόπλινθοι
- brique mère / brique centrale : κεντρικός πλίνθος / πλίνθος-κατανεμητής
- briquaillons / débris de brique : θραύσματα πλίνθων
Subscribe
0 Comments